σῶμα

σῶμα
σῶμα, ατος, τό (Arc. dat. pl.
A

σωμάτεσι IG5(2).357.156

(Stymphalus, iii B.C.)), body of man or beast, but in Hom., as Aristarch. remarks (v. Apollon.Lex.), always dead body, corpse (whereas the living body is δέμας)

, ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23

, cf. 18.161; [full] ς.

δὲ οἴκαδ' ἐμὸν δόμεναι πάλιν 7.79

;

σ. κατελείπομεν ἄθαπτον Od.11.53

;

ὦν . . σώματ' ἀκηδέα κεῖται 24.187

; so also in Hes.Sc.426, Simon.119, Pi.O.9.34, Hdt.7.167, Posidon.14 J., Ev.Marc.15.43, etc.;

τὸ σ. τοῦ τεθνεῶτος Pl.R.469d

, cf. Grg.524c, D.43.65;

σ. νεκρόν POxy.51.7

(ii A.D.); νεκρὸν ς. Gal.18(2).93, cf.

νεκρός 11.1

; μέγιστον σ. . . σποδου, = σ. μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, S.El.758; also later, Wilcken Chr.499 (ii/iii A.D.).
2 the living body, Hes.Op.540, Batr.44, Thgn.650, Pi.O.6.56, P.8.82, Hdt.1.139, etc.;

δόμοι καὶ σώματα A.Th.896

(lyr.); γενναῖος τῷ ς. S.Ph.51; εὔρωστος τὸ ς. X.HG6.1.6; τὸ σ. σῴζειν or -εσθαι save one's life, D.22.55, Th.1.136; διασῴζειν or

-εσθαι Isoc.6.46

, X.An.5.5.13;

περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Th.1.85

; περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι for one's life, Lys.5.1; ἔχειν τὸ σ. κακῶς, ὡς βέλτιστα, etc., to be in a bad, a good state of bodily health, X.Mem.3.12.1, 3.12.5.
3 body, opp. spirit ([etym.] εἴδωλον), Pi.Fr.131; opp. soul ([etym.] ψυχή), Pl.Grg.493a, Phd.91d; τὰ τοῦ σ. ἔργα bodily labours, X.Mem. 2.8.2; αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ., ib.1.5.6, Pl.R.328d; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα bodily punishments, Aeschin.2.139;

τὰ εἰς τὸ σ. ἀδικήματα PHal.1.193

(iii B.C.) .
4 animal body, opp. plants, Pl.R. 564a (pl.); but of plants, 1 Ep.Cor.15.38.
5 civic rights (like Lat. caput), Lys.23.12; ἄτιμοι τὰ ς. And.1.74; μέρος ἠτιμῶσθαι τοῦ ς. D.51.12.
6 in NT, of the sacramental body of Christ,

τοῦτό ἐστι τὸ σ. μου Ev.Matt.26.26

, cf. 1 Ep.Cor.10.16.
b of the body of Christ's church,

οἱ πολλοὶ ἓν σ. ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ep.Rom.12.5

; ἡ ἐκκλησία ἥτις ἐστὶ τὸ σ. [τοῦ Χριστοῦ] Ep.Eph.1.23.
II periphr., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδέν, = ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς, Hdt.1.32; esp. in Trag., σῶμα θηρός, = θήρ, S.OC1568 (lyr.); τεκέων σώματα, = τέκνα, E.Tr.201 (lyr.); τὸ σὸν σ., = σύ, Id.Hec.301; rarely in sg. of many persons,

σῶμα τέκνων Id.Med.1108

(anap.).
2 a person, human being, τὰ πολλὰ σ., = οἱ πολλοί, S.Ant.676; λευκὰ γήρᾳ ς. E. HF909 (lyr.);

σ. ἄδικα Id.Supp.223

, cf. Pl.Lg.908a, PSI 4.359.9 366.7 (iii B.C.), etc.; ἑκάστου τοῦ σώματος, IG12.22.14;

κατὰ σῶμα

per person,

PRev.Laws50.9

(iii B.C.);

καταστήσαντες τὸ σ. ἀφείσθωσαν τῆς ἐγγύης PMich.Zen.70.12

(iii B.C.); ἐργαζομένη αὑτῇ τῷ ἰδίῳ ς. working for herself, earning her own living, PEnteux.26.7 (iii B.C.); τὰ φίλτατα ς., of children, Aeschin.3.78; freq. of slaves, αἰχμάλωτα ς. D.20.77, IG12(7).386.25 (Amorgos, iii B.C.), SIG588.64 (Milet., ii B.C.), etc.; οἰκετικὰ ς. Lexap.Aeschin.1.16, cf. SIG633.88 (Milet., ii B.C.);

δοῦλα Poll.3.78

; ἐλεύθερα ς. X.HG2.1.19, Plb.2.6.6, etc.; later, σῶμα is used abs. for a slave, PHib.1.54.20 (iii B.C.), Plb.12.16.5, Apoc.18.13, etc.;

σ. γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα . . GDI2154.6

(Delph., ii B.C.); a usage censured by Poll.l.c. and Phryn.355; also of troops,

τὴν τῶν σ. σύνταξιν Aen.Tact.1.1

;

μηχανήμασιν ἢ σώμασιν ἐναντιοῦσθαι ὧδε Id.32.1

.
III generally, a body, i.e. any corporeal substance, δεῖ αὐτὸ (sc. τὸ ὄν)

σ. μὴ ἔχειν Meliss.9

;

ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σ. ἐστιν Gorg.3

; σ. ἄψυχον, ἔμψυχον, Pl.Phdr.245e, cf. Plt.288e, Arist.Ph.265b29, al.;

ὁ λίθος σ. ἐστι Luc.Vit.Auct.25

;

φασὶν οἱ μὲν σ. εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον S.E.M.10.215

; κυκλικὸν ς., of one of the spheres, Jul.Or.5.162b, al.; τὸ πέμπτον ς. the fifth element, Philol.12
, Placit.1.3.22, Jul.Or.4.132c; metallic substance, Olymp. Alch.p.71 B.
2 Math., figure of three dimensions, solid, opp. a surface, etc., Arist.Top.142b24, Metaph.1020a14, al.
IV the body or whole of a thing, esp. of complete parts of the body,

τὸ σ. τῶν νεφρῶν Id.HA497a9

;

τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων Id.GA744b24

; τὸ σ. τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Gal.15.667,806;

σ. παιδοποιόν Ael.NA17.42

: generally, the whole body or frame of a thing,

ὑπὸ σώματι γᾶς A.Th. 947

(lyr.); τὸ σ. τοῦ παντός, τοῦ κόσμου, Pl.Ti.31b. 32c; ὕδωρ, ποταμοῦ ς. Chaerem.17; τὸ σ. τῆς πίστεως the body of the proof, i.e. arguments, Arist.Rh.1354a15;

τῆς λέξεως Longin.Rh.p.188

H.; of a body of writings, Cic.Att.2.1.4; text of a document, opp. ὑπογραφή, BGU187.12 (ii A.D.), cf. PFay.34.20 (ii A.D.); of a will, POxy.494.30 (ii A.D.).
2 ξύλα σώματα logs, opp. κλάδοι, POxy.1738.3 (iii A.D.);

σ. μέγα περσέας CPHerm.7 ii 27

, cf. iii 8 (iii A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σῶμα — body neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… …   Dictionary of Greek

  • μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα …   Dictionary of Greek

  • Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… …   Dictionary of Greek

  • μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …   Wikipedia

  • ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… …   Dictionary of Greek

  • Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”